Όλα ξεκίνησαν με ένα ανάλαφρο αεράκι.

Απαλό, δροσερό, ιδανικό.

Έβγαλε τα παπούτσια της.

Οι πατούσες της ακολούθησαν κατευθείαν το ρυθμό.

Περπάτημα απαλό, ζεστό, ισορροπημένο.

 

Σιγά σιγά άρχισε να φυσά.

Έβγαλε τα ρούχα της.

Το σώμα της τυλίχτηκε με ρούχο αέρινο.

Κίνηση ντελικάτη, ζωηρή, γειωμένη.

 

Και έφτασε ο άνεμος.

Ντύθηκε με τη σιωπή.

Οι παλάμες της μια μάσκα στο πρόσωπο.

Ακινησία, ακαμψία.

 

Γλίστρησε το κορμί της στη θάλασσα.

Βυθίστηκε στο υγρό κουκούλι.

Η μόνη της διαδρομή από το βυθό προς την επιφάνεια.

 

Ώσπου αναδύθηκε ως αέρινη υγρή οντότητα.

Η βάφτιση είχε τελειώσει.

 

Με υγρά μαλλιά πάτησε στη γη.

Τα στήθη της δυο φακοί στην πορεία της.

Τα πόδια της δυο εργαλεία υπό τις προσταγές της μουσικής.

Εκείνη τη χορογραφία θα την εμπνεόταν η ίδια.

Εκείνη τη χορογραφία θα την αφιέρωνε στον εαυτό της.

Επειδή είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται με το πάθος του ανέμου.

 

*Αφιερωμένο σε όσους γίνονται ερωτεύσιμοι στα μάτια τους (και κατ’επέκταση στα μάτια άλλων).